ἄυπνοι

ἄυπνοι
ἄϋπνοι , ἄυπνος
sleepless
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νομάδας — ο και νομάς, ο, η (ΑΜ νομάς, άδος) 1. αυτός που βόσκει αγέλη ζώων και περιπλανιέται μαζί με αυτά από τόπο σε τόπο κυρίως για βοσκή 2. στον πληθ. νομάδες νομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από τόπο σε τόπο για ανεύρεση χώρου… …   Dictionary of Greek

  • Κρυστάλλης, Κώστας — (Συρράκο, Ήπειρος 1868 – Άρτα 1894). Ποιητής και πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του κόρη βοσκού. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και, ως μαθητής με πατριωτική έξαρση, έστειλε στην Αθήνα το πρωτόλειο επικό ποίημα Σκιαί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”